- ἀρτιμελές
- ἀρτιμελήςsound of limbmasc/fem voc sgἀρτιμελήςsound of limbneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρτιμελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει όλα του τα μέλη και σε καλή κατάσταση: Το παιδί είχε γεννηθεί αρτιμελές. Ουσ. αρτιμέλεια, η η σωματική αρτιότητα, ακεραιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)